- μολπητις
- μολπῆτιςдор. μολπᾶτις -ῐδος adj. f поющая, певучая, звонкая
(κερκίς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κερκίς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μολπήτις — μολπῆτις, δωρ. τ. μολπᾱτις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που άδει και χορεύει συγχρόνως, τραγουδίστρια και χορεύτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + επίθημα ῆτις, ήτιδος (πρβλ. λιμν ήτις, τεχν ήτις)] … Dictionary of Greek
μολπάτιδα — μολπά̱τιδα , μολπῆτις she who sings and dances fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)